- πενητοτρόφος
- πενητο-τρόφος, ὁ, Armenpfleger
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πενητοτρόφος — ον, Μ αυτός που τρέφει πένητες, φτωχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένης, ητος + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
πενητοτροφείον — τὸ, Μ [πενητοτρόφος] πτωχοτροφείο … Dictionary of Greek